Σε μια βιογραφία-ποταμό που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός (σε μετάφραση Χρήστου Οικονόμου και πρωτότυπο τίτλο Andreas papandreou: the making of a Greek demokrat and political maverick ), ο συγγραφέας Σπύρος Δραΐνας αποκαλύπτει όλο το παρασκήνιο της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο συγγραφέας Σπύρος Δραΐνας τύγχανε να γνωρίζει τον Παπανδρέου από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά και από τη θέση του συνιδρυτή του ΠΑΚ (οι μεταξύ τους επιστολές είναι που αποτέλεσαν τα σπάργανα του Καταστατικού του ΠΑΚ). Ο Δραΐνας επιμένει ότι τα ψήγματα του χαρακτήρα και των φιλοδοξιών του Ανδρέα διαφαίνονταν από τότε, εκπλήσσοντας με τον παθιασμένο χαρακτήρα του ακόμη και τους οικείους του - όπως τη Μαργαρίτα, η οποία θα τον έβλεπε με έκπληξη κάποια χρόνια αργότερα να μασάει βότσαλα για να αποκτήσει τη σωστή άρθρωση του ρήτορα όπως έκανε ο αρχαίος Δημοσθένης.
Ανάμεσα σε δύο γυναίκες - Ή μήπως τρεις;
«Η μετακόμιση του Παπανδρέου στη Μινεάπολη της Μινεσότας το 1947 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη σχέση με την τότε σύζυγό του Χριστίνα Ρασιά. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν φύγει ο Παπανδρέου για τη Μινεάπολη, η μητέρα του Σοφία ήρθε από την Ελλάδα για να ζήσει με το ζευγάρι. Ο Ανδρέας και η μητέρα του εγκαταστάθηκαν σ' ένα μικρό διαμέρισμα στη Μινεάπολη. Η Χριστίνα έμεινε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική, με την προοπτική να μετακομίσει αργότερα στην Μινεάπολη. Εν τω μεταξύ, κάτι άλλαξε στην προσωπική ζωή του Παπανδρέου. Τον Φεβρουάριο του 1948, ενώ περίμενε στην αίθουσα αναμονής ενός Ελληνοκύπριου οδοντιάτρου στη Μινεάπολη, γνώρισε τη Μάργκαρετ Τσαντ. Η εικοσιτετράχρονη Τσαντ, απ' το Ελμχερστ του Ιλινόις, είχε επίσης ραντεβού με τον οδοντίατρο, όχι όμως για τα δόντια της. Η Μαργαρίτα Τσαντ είχε ιδρύσει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και βοηθούσε τον οδοντίατρο να γράψει ένα βιβλίο για τη λαχτάρα του να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Κύπρο. Περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου, ο Παπανδρέου και η Τσαντ έπιασαν κουβέντα. Ο Ανδρέας εξέφρασε τα δικά του συναισθήματα για τη φυγή του απ' την Ελλάδα. Είπε στη Μαργαρίτα ότι "ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα", αλλά, σε αντίθεση με τον Ελληνοκύπριο πελάτη της,"δεν είχε καμιά επιθυμία να επιστρέψει".
Το διαζύγιο με τη Χριστίνα Ρασσιά
Η χημεία μεταξύ τους ήταν έντονη. Ερωτεύτηκαν με πάθος. Μετά από λίγους μήνες ο Αντρέας ζήτησε διαζύγιο απ' τη Χριστίνα, που βρισκόταν ακόμα στη Βοστόνη. Εκείνη αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια. Ο Αντρέας, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού και μη μπορώντας να ξεφύγει από τον δυστυχισμένο γάμο του, υπαναχώρησε. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση της Μαργαρίτας. Το καλοκαίρι του 1948 διέκοψαν τη σχέση τους. Ολοκληρώνοντας τις ιατρικές σπουδές της, η Χριστίνα πήγε να ζήσει στη Μινεάπολη με τον Αντρέα και τη μητέρα του. Ομως η παρουσία της Σοφίας υπενθύμιζε στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σε έναν ήδη προβληματικό γάμο. Ωστόσο, το ζευγάρι θα μείνει μαζί ακόμη τρία χρόνια».
Ο Ελληνας Κένεντι
Παντρεμένος πια με τη Μαργαρίτα, την οποία ξαναβρήκε ύστερα από εκείνον τον τρίχρονο χωρισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου φαινόταν να ξεπερνάει σταδιακά τα διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα αφού, όπως επιμένει ο Δραΐνας, «το σώμα του Ανδρέα είχε γίνει το μέσο έκφρασης της συναισθηματικής σύγκρουσης που τον βασάνιζε για τη σχέση του με την πολιτική». Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του '60, απέκτησε ενεργό πολιτικό ρόλο λαμβάνοντας τον ρόλο του διαπραγματευτή -αριστουργηματικό «wheeler and dealer» τον έλεγαν οι Αμερικανοί- ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν, στις αρχές της δεκαετίας του'60, δύο πρόσωπα, προσωπικοί φίλοι του Παπανδρέου: ο τότε σύμβουλος του Κένεντι, Αρθουρ Σλέσινγκερ, και ο Ντέινα Ντουράντ, ένας εκ των αναλυτών της CIA, «οι οποίοι διέφεραν οργανωτικά, αλλά και από πλευράς καλλιέργειας από το περιβόητο τμήμα ειδικών επιχειρήσεων, που αποτελούσε καταφύγιο για αντικομμουνιστές μισθοφόρους, όπως ήταν οι πρωταγωνιστές του φιάσκου στον Κόλπο των Χοίρων». Μέσω αυτών ο Παπανδρέου απέκτησε πρόσβαση στον ίδιο τον Κένεντι -ο οποίος παρέμενε το πολιτικό του πρότυπο- ως τότε υπουργός Προεδρίας της ελληνικής κυβέρνησης και στους ανθρώπους του Αμερικανού προέδρου, πείθοντάς τους ότι η αφοσίωση της Ενωσης Κέντρου «ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Καραμανλή». Ηταν, επίσης, ο ίδιος ο Παπανδρέου που έλεγχε τότε από αυτό το πόστο την ΚΥΠ, αναθεωρώντας πολλές μυστικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί νωρίτερα.
Ανένδοτος και στον πατέρα
Η έναρξη του περίφημου «Ανένδοτου» του Γεωργίου Παπανδρέου σήμανε την έναρξη ενός άλλου «ανένδοτου», αυτού του υιού Παπανδρέου προς τον πατέρα του, όταν αρνήθηκε να πάρει τότε ξεκάθαρη θέση αποφασίζοντας να επιστρέψει για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική - παρά τις αντιρρήσεις τις Μαργαρίτας. Η υποβόσκουσα αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές του πατέρα του θα κορυφωθεί, όπως αποκαλύπτει ο Δραΐνας, το κρίσιμο πολιτικό έτος 1966, όταν ο Ανδρέας θα διαφωνήσει κάθετα στο να τα βρει η Ενωση Κέντρου με τον Κωνσταντίνο, με «τη διαφορά των δύο Παπανδρέου να είναι φανερή ακόμη και στις δημόσιες εκδηλώσεις τους». Την ίδια ώρα που ο πατέρας του επέμενε ότι έπρεπε να ζητήσουν την παρέμβαση της Αμερικής προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενο πραξικόπημα, ο Ανδρέας, που είχε ήδη ψυχρανθεί με τους Αμερικανούς φίλους του, επέμενε στην απευθείας σύγκρουση με το παλάτι. Παράλληλα οργάνωνε μεθοδικά τη δική του πολιτική πορεία. Πηγή Πρώτο Θέμα
Ο συγγραφέας Σπύρος Δραΐνας τύγχανε να γνωρίζει τον Παπανδρέου από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά και από τη θέση του συνιδρυτή του ΠΑΚ (οι μεταξύ τους επιστολές είναι που αποτέλεσαν τα σπάργανα του Καταστατικού του ΠΑΚ). Ο Δραΐνας επιμένει ότι τα ψήγματα του χαρακτήρα και των φιλοδοξιών του Ανδρέα διαφαίνονταν από τότε, εκπλήσσοντας με τον παθιασμένο χαρακτήρα του ακόμη και τους οικείους του - όπως τη Μαργαρίτα, η οποία θα τον έβλεπε με έκπληξη κάποια χρόνια αργότερα να μασάει βότσαλα για να αποκτήσει τη σωστή άρθρωση του ρήτορα όπως έκανε ο αρχαίος Δημοσθένης.
Ανάμεσα σε δύο γυναίκες - Ή μήπως τρεις;
«Η μετακόμιση του Παπανδρέου στη Μινεάπολη της Μινεσότας το 1947 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη σχέση με την τότε σύζυγό του Χριστίνα Ρασιά. Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, λίγο πριν φύγει ο Παπανδρέου για τη Μινεάπολη, η μητέρα του Σοφία ήρθε από την Ελλάδα για να ζήσει με το ζευγάρι. Ο Ανδρέας και η μητέρα του εγκαταστάθηκαν σ' ένα μικρό διαμέρισμα στη Μινεάπολη. Η Χριστίνα έμεινε στη Βοστόνη για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Ιατρική, με την προοπτική να μετακομίσει αργότερα στην Μινεάπολη. Εν τω μεταξύ, κάτι άλλαξε στην προσωπική ζωή του Παπανδρέου. Τον Φεβρουάριο του 1948, ενώ περίμενε στην αίθουσα αναμονής ενός Ελληνοκύπριου οδοντιάτρου στη Μινεάπολη, γνώρισε τη Μάργκαρετ Τσαντ. Η εικοσιτετράχρονη Τσαντ, απ' το Ελμχερστ του Ιλινόις, είχε επίσης ραντεβού με τον οδοντίατρο, όχι όμως για τα δόντια της. Η Μαργαρίτα Τσαντ είχε ιδρύσει μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων και βοηθούσε τον οδοντίατρο να γράψει ένα βιβλίο για τη λαχτάρα του να επιστρέψει στην πατρίδα του, την Κύπρο. Περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου, ο Παπανδρέου και η Τσαντ έπιασαν κουβέντα. Ο Ανδρέας εξέφρασε τα δικά του συναισθήματα για τη φυγή του απ' την Ελλάδα. Είπε στη Μαργαρίτα ότι "ένιωθε νοσταλγία για την Ελλάδα", αλλά, σε αντίθεση με τον Ελληνοκύπριο πελάτη της,"δεν είχε καμιά επιθυμία να επιστρέψει".
Το διαζύγιο με τη Χριστίνα Ρασσιά
Η χημεία μεταξύ τους ήταν έντονη. Ερωτεύτηκαν με πάθος. Μετά από λίγους μήνες ο Αντρέας ζήτησε διαζύγιο απ' τη Χριστίνα, που βρισκόταν ακόμα στη Βοστόνη. Εκείνη αρνήθηκε και συντετριμμένη ζήτησε ψυχιατρική βοήθεια. Ο Αντρέας, ακολουθώντας τις συμβουλές του γιατρού και μη μπορώντας να ξεφύγει από τον δυστυχισμένο γάμο του, υπαναχώρησε. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση της Μαργαρίτας. Το καλοκαίρι του 1948 διέκοψαν τη σχέση τους. Ολοκληρώνοντας τις ιατρικές σπουδές της, η Χριστίνα πήγε να ζήσει στη Μινεάπολη με τον Αντρέα και τη μητέρα του. Ομως η παρουσία της Σοφίας υπενθύμιζε στη Χριστίνα ότι δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερη πίεση σε έναν ήδη προβληματικό γάμο. Ωστόσο, το ζευγάρι θα μείνει μαζί ακόμη τρία χρόνια».
Ο Ελληνας Κένεντι
Παντρεμένος πια με τη Μαργαρίτα, την οποία ξαναβρήκε ύστερα από εκείνον τον τρίχρονο χωρισμό, ο Ανδρέας Παπανδρέου φαινόταν να ξεπερνάει σταδιακά τα διάφορα ψυχοσωματικά προβλήματα αφού, όπως επιμένει ο Δραΐνας, «το σώμα του Ανδρέα είχε γίνει το μέσο έκφρασης της συναισθηματικής σύγκρουσης που τον βασάνιζε για τη σχέση του με την πολιτική». Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του '60, απέκτησε ενεργό πολιτικό ρόλο λαμβάνοντας τον ρόλο του διαπραγματευτή -αριστουργηματικό «wheeler and dealer» τον έλεγαν οι Αμερικανοί- ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν, στις αρχές της δεκαετίας του'60, δύο πρόσωπα, προσωπικοί φίλοι του Παπανδρέου: ο τότε σύμβουλος του Κένεντι, Αρθουρ Σλέσινγκερ, και ο Ντέινα Ντουράντ, ένας εκ των αναλυτών της CIA, «οι οποίοι διέφεραν οργανωτικά, αλλά και από πλευράς καλλιέργειας από το περιβόητο τμήμα ειδικών επιχειρήσεων, που αποτελούσε καταφύγιο για αντικομμουνιστές μισθοφόρους, όπως ήταν οι πρωταγωνιστές του φιάσκου στον Κόλπο των Χοίρων». Μέσω αυτών ο Παπανδρέου απέκτησε πρόσβαση στον ίδιο τον Κένεντι -ο οποίος παρέμενε το πολιτικό του πρότυπο- ως τότε υπουργός Προεδρίας της ελληνικής κυβέρνησης και στους ανθρώπους του Αμερικανού προέδρου, πείθοντάς τους ότι η αφοσίωση της Ενωσης Κέντρου «ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Καραμανλή». Ηταν, επίσης, ο ίδιος ο Παπανδρέου που έλεγχε τότε από αυτό το πόστο την ΚΥΠ, αναθεωρώντας πολλές μυστικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί νωρίτερα.
Ανένδοτος και στον πατέρα
Η έναρξη του περίφημου «Ανένδοτου» του Γεωργίου Παπανδρέου σήμανε την έναρξη ενός άλλου «ανένδοτου», αυτού του υιού Παπανδρέου προς τον πατέρα του, όταν αρνήθηκε να πάρει τότε ξεκάθαρη θέση αποφασίζοντας να επιστρέψει για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική - παρά τις αντιρρήσεις τις Μαργαρίτας. Η υποβόσκουσα αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές του πατέρα του θα κορυφωθεί, όπως αποκαλύπτει ο Δραΐνας, το κρίσιμο πολιτικό έτος 1966, όταν ο Ανδρέας θα διαφωνήσει κάθετα στο να τα βρει η Ενωση Κέντρου με τον Κωνσταντίνο, με «τη διαφορά των δύο Παπανδρέου να είναι φανερή ακόμη και στις δημόσιες εκδηλώσεις τους». Την ίδια ώρα που ο πατέρας του επέμενε ότι έπρεπε να ζητήσουν την παρέμβαση της Αμερικής προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενο πραξικόπημα, ο Ανδρέας, που είχε ήδη ψυχρανθεί με τους Αμερικανούς φίλους του, επέμενε στην απευθείας σύγκρουση με το παλάτι. Παράλληλα οργάνωνε μεθοδικά τη δική του πολιτική πορεία. Πηγή Πρώτο Θέμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου